- ἀκατάλυτα
- ἀκατάλῡτα , ἀκατάλυτοςindissolubleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
λαγκάδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στράτου. Μέχρι το 1971 ονομαζόταν Λαγκάδα Ράχης. 2.… … Dictionary of Greek